Οι φοβίες κατατάσσονται στις
αγχώδεις διαταραχές. Πρόκειται για παράλογο φόβο που οδηγεί στην αποφυγή. Για
παράδειγμα, το άτομο που υποφέρει από μια φοβία για τα αεροπλάνα αποφεύγει να
χρησιμοποιήσει αυτό το μέσο, ενώ στη σκέψη και μόνο του συγκεκριμένου φοβικού
ερεθίσματος νιώθει έντονα σωματικά, γνωστικά, συμπεριφορικά και συναισθηματικά
συμπτώματα.
Οι αγχώδεις διαταραχές είναι μια
ομάδα ψυχικών διαταραχών με κοινό στοιχείο το βίωμα του άγχους. Καθοριστικό
κριτήριο για την κάθε διαταραχή είναι η υποκειμενική αίσθηση του άγχους που βιώνει το άτομο και
χαρακτηρίζεται από γνωστικά, συναισθηματικά και σωματικά στοιχεία.
Ο φόβος ορίζεται «ως μια
δυσάρεστη αίσθηση που σχετίζεται με την επέλευση ενός άμεσου και συγκεκριμένου κινδύνου»
(Χριστοπούλου, 2008, σ. 133). Αν για παράδειγμα δούμε ξαφνικά μπροστά μας ένα
φίδι νιώθουμε φόβο. Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο, επικίνδυνο στοιχείο που
απειλεί τη ζωή ή την ακεραιότητα του ατόμου.
Ο φόβος συνοδεύεται από μια
δυσάρεστη υποκειμενική αίσθηση με γνωστικό υπόβαθρο (το άτομο σκέφτεται ότι
κινδυνεύει και ότι μπορεί να πάθει κάτι επιβλαβές) καθώς και από σωματικές
αντιδράσεις, όπως διαστολή της κόρης του ματιού, ταχυπαλμία, εφίδρωση. Ο φόβος
διασφαλίζει τη ζωή του ατόμου, επειδή του επιτρέπει να εντοπίζει και μετά να
αντιμετωπίζει υπαρκτούς κινδύνους. Ενεργοποιεί την αντίδραση πάλης ή φυγής, μια
αντίδραση διέγερσης του οργανισμού που ωθεί το άτομο να αντιμετωπίσει έναν
κίνδυνο είτε επιθετικά είτε με φυγή. Τόσο ο φόβος όσο και η αντίδραση αυτή
έχουν ηθολογική αξία, επειδή έχουν επιτρέψει την επιβίωση και την εξέλιξη του
ανθρώπινου είδους. Ο φόβος διαδραματίζει θετικό ρόλο στην ανάπτυξη και την
εξέλιξη του ατόμου. Ο φόβος χαρακτηρίζεται από έναν προσαρμοστικό ρόλο που
διαφαίνεται στις επιτεύξεις του ατόμου.
Ο φόβος έχει κοινά χαρακτηριστικά
με το άγχος. Πρόκειται για ένα δυσάρεστο υποκειμενικό βίωμα που συσχετίζεται με
την αίσθηση του κινδύνου, δηλαδή συνοδεύεται από τη σκέψη ότι κάτι κακό θα
συμβεί, και εκδηλώνεται με τις ίδιες σωματικές αντιδράσεις όπως και το άγχος.
Στην περίπτωση του άγχους η εκτίμηση του κινδύνου δεν είναι ρεαλιστική και η
συναισθηματική αίσθηση του φόβου είναι υπερβολική. Δηλαδή η γνωσιακή εκτίμηση
του κινδύνου απέχει από την πραγματικότητα. Το άγχος μπορεί να είναι διάχυτο,
να έχει ασαφές αντικείμενο και να μην μπορεί να προσδιοριστεί από το ίδιο το
άτομο («Αισθάνομαι ότι κάτι κακό θα συμβεί, αλλά δεν μπορώ να το προσδιορίσω»).
Η συναισθηματική αντίδραση του ατόμου είναι πολύ πιο έντονη από εκείνη την
οποία θα δικαιολογούσε η εκτίμηση της πραγματικότητας. Βασικό χαρακτηριστικό
του άγχους είναι η συνειδητοποίηση από το άτομο ότι η αντίδρασή του είτε δεν
είναι ρεαλιστική είτε είναι υπερβολική (Χριστοπούλου, 2008).
Ποια είδη φοβίας μπορεί να παρατηρήσουμε
σε εμάς ή στους άλλους γύρω μας;
Φοβία παρόρμησης: το άτομο
φοβάται ότι μπορεί να κάνει κάτι αποδοκιμαστέο, χωρίς να μπορέσει να ελέγξει
τον εαυτό του.
Νοσοφοβία: ψυχαναγκαστικός φόβος
του ατόμου ότι πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια.
Αγοραφοβία: αίσθηση άγχους του
ατόμου όταν βρίσκεται κάπου από όπου η φυγή μπορεί να είναι δύσκολη ή να
προκαλεί αμηχανία ή μπορεί να θεωρεί ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη βοήθεια σε
περίπτωση που αισθανθεί πανικό. Οι φόβοι του ατόμου συνδέονται κυρίως με
καταστάσεις που περιλαμβάνουν το να είναι μόνος εκτός σπιτιού, ανάμεσα σε
πλήθος ή να περιμένει σε ουρά, να βρίσκεται σε γέφυρα, στην εθνική οδό, ή να
ταξιδεύει με λεωφορείο, με τρένο, αυτοκίνητο ή αεροπλάνο. Γενικά, όταν το άτομο
βρίσκεται σε χώρους μη οικείους, που δεν νιώθει ασφάλεια. Το άτομο αποφεύγει
τις καταστάσεις που φοβάται ή τις υπομένει βιώνοντας έντονο άγχος ή απαιτεί την
παρουσία κάποιου άλλου προσώπου.
Στρεσογόνα γεγονότα που προηγούνται
των εκδηλώσεων της διαταραχής περιλαμβάνουν συχνότερες σοβαρές προστριβές με
γονείς ή με το σύντροφο, σοβαρά προβλήματα με στενούς φίλους, χωρισμός από
σύντροφο ή απώλειες και πένθη. Το άτομο δεν συνδέει τα στρεσογόνα γεγονότα με
την εμφάνιση των συμπτωμάτων τους, καθώς τα συμπτώματα τις περισσότερες φορές
εμφανίζονται αιφνιδιαστικά και ανεξήγητα, σε ανύποπτο χρόνο. Η απουσία
επίγνωσης, δηλαδή εναισθησίας, είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της αγοραφοβικής
διαταραχής. Ένας προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση της αγοραφοβίας
είναι η ανασφαλής προσκόλληση (Χριστοπούλου, 2008).
Κοινωνική φοβία: το άτομο φοβάται
μία ή περισσότερες συνθήκες κοινωνικής φύσης είτε άλλες καταστάσεις στις οποίες
υπάρχει πιθανότητα να τον παρατηρήσουν ή να τον κρίνουν οι άλλοι. Ο φόβος
εκδηλώνεται κατά την πραγματοποίηση κάποιας δραστηριότητας μπροστά σε
αγνώστους, όπως μια ομιλία σε δημόσιο χώρο μπροστά σε κοινό ή σε διαπροσωπικές
επαφές και αλληλεπιδράσεις, όπως σε ένα πάρτι ή σε ένα ραντεβού. Το άτομο
φοβάται ότι οι άλλοι άνθρωποι τον κοιτούν με κριτική διάθεση, αναζητώντας ενδείξεις
και σημάδια ανεπάρκειας ή αδυναμίας. Το άτομο ανησυχεί ότι θα ταπεινωθεί ή θα
ρεζιλευτεί και είναι αρκετά ευαίσθητο στο θέμα της απόρριψης. Φοβάται ότι
κάποιες σωματικές διαταραχές, όπως το γουργούρισμα του στομαχιού του, ή
ενδείξεις άγχους, όπως ότι θα τρέμει η φωνή ή τα χέρια του όταν μιλάει, θα τον
ρεζιλέψουν και θα προκαλέσουν την κριτική των άλλων, με αποτέλεσμα την
απόρριψη. Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι οι φόβοι του είναι υπερβολικοί, αποφεύγει τις
καταστάσεις που φοβάται, αποφεύγει να μιλήσει, να φάει, να πιει ή να γράφει
δημοσίως ή και να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα εκτός σπιτιού. Όταν δεν αποφεύγει
τις καταστάσεις που φοβάται, τις υπομένει βιώνοντας έντονο άγχος, που μπορεί να
φτάσει στο σημείο του πανικού.
Η κοινωνική φοβία μπορεί να
επηρεάσει σοβαρά την επαγγελματική και την προσωπική ζωή του ατόμου, ενώ το
οικονομικό και συναισθηματικό τίμημα της αποφυγής των καταστάσεων είναι συχνά
πολύ μεγάλο. Το άτομο συνήθως έχει περιορισμένο κοινωνικό κύκλο και έχει
περισσότερες πιθανότητες να είναι άνεργος, να διακόψει τις σπουδές του, να
παραμένει σε δυσλειτουργικές σχέσεις, να μην αποχωρίζεται την οικογένειά του ή
να μην μπορεί να κάνει φίλους.
Η διαταραχή προσδιορίζεται
σχετικά με την έκταση των αντικειμένων της φοβίας. Θεωρείται γενικευμένου τύπου
όταν οι φόβοι αφορούν στις περισσότερες καταστάσεις, τα άτομα φοβούνται
περιστάσεις στις οποίες αναλαμβάνουν δραστηριότητες δημοσίως, καθώς και
καταστάσεις που περιλαμβάνουν κοινωνικές αλληλεπιδράσεις (Χριστοπούλου, 2008).
Ειδική φοβία: έκδηλος και
επίμονος φόβος του ατόμου, που κατά κοινή εκτίμηση είναι υπερβολικός και
παράλογος και εκλύεται λόγω της παρουσίας ή της πιθανότητας παρουσίας ενός
συγκεκριμένου αντικειμένου, όπως ενός σκύλου ή μιας συνθήκης ή κατάστασης. Η
έκθεση στο αντικείμενο αμέσως και σχεδόν πάντα προκαλεί έντονο άγχος που μπορεί
να φτάσει ακόμα και σε βαθμό πανικού. Το επίκεντρο του φόβου μπορεί να αφορά
στην πρόβλεψη κάποιου ενδεχόμενου κινδύνου, όπως ότι ο σκύλος θα τον δαγκώσει,
αλλά η πρόβλεψη είναι υπερβολική και παράλογη. Το άτομο μπορεί επίσης να
ανησυχεί μήπως χάσει τον έλεγχο του εαυτού του, μήπως πανικοβληθεί ή μήπως
βιώσει σωματικές εκδηλώσεις άγχους, όπως ταχυπαλμία και λαχάνιασμα, εάν έρθει
σε επαφή με το αντικείμενο του φόβου. Ο βαθμός του άγχους που βιώνει το άτομο
εξαρτάται από το πόσο κοντά βρίσκεται στο αντικείμενο του φόβου του, καθώς και
το πόσο εύκολο είναι να απομακρυνθεί σε περίπτωση που έρθει σε επαφή με αυτό.
Ο φόβος όταν είναι γενικευμένος
και αφορά όχι μόνο αυτό καθεαυτό το φοβικό αντικείμενο αλλά ακόμη και τη σκέψη
για αυτό το αντικείμενο προκαλεί έντονο άγχος και φόβο τότε το άτομο εμφανίζει
φοβία, η οποία όταν είναι έντονη επηρεάζει την κοινωνική, προσωπική και
επαγγελματική ζωή του ατόμου. Η φοβία μπορεί να περιορίσει τη ζωή του ατόμου σε
σημαντικό βαθμό. Για παράδειγμα η φοβία του αεροπλάνου μπορεί να αναστείλει την
επαγγελματική εξέλιξη ενός ατόμου εάν το επάγγελμά του απαιτεί ταξίδια με
αεροπλάνο. Η ίδια φοβία μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες στην προσωπική του
ζωή, επειδή δεν πηγαίνει με το σύντροφό του διακοπές σε μακρινά μέρη. Στην
πλειονότητά τους τα άτομα με κάποια ειδική φοβία δε ζητούν βοήθεια αλλά
προσπαθούν να αποφεύγουν το αντικείμενο του φόβου τους. Ωστόσο, όσο περισσότερο
αποφεύγουμε το φοβικό αντικείμενο τόσο περισσότερο δομούμε και ισχυροποιούμε τη
φοβία μας (Χριστοπούλου, 2008).
Η ειδική φοβία προσδιορίζεται
ανάλογα με τον τύπο του φοβικού αντικειμένου. Παραδείγματα ειδικών φοβιών είναι
η ζωοφοβία (φόβος για ζώα ή έντομα), φοβία για το φυσικό περιβάλλον (φόβος για
κάποιο στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, όπως καταιγίδες, ύψη, νερό, κ.α.),
φοβία για αίμα, ένεση ή τραύμα, καταστασιακός τύπος φοβίας (χρήση μέσων μαζικής
μεταφοράς, γέφυρες, τούνελ, ανελκυστήρες, αεροπορικά ταξίδια, οδήγηση, παραμονή
σε κλειστούς χώρους), φοβία πνιγμού, εμετού ή μετάδοσης μιας ασθένειας, φοβία
του κενού (φόβος του ατόμου ότι θα πέσει κάτω αν απομακρυνθεί από τοίχους). Οι
πιο συχνές φοβίες αφορούν τα ύψη, το ασανσέρ, τις αράχνες, τα ποντίκια, τα
έντομα (Χριστοπούλου, 2008).
Βιβλιογραφία
Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην ψυχοπαθολογία του ενήλικα. Αθήνα:
Εκδόσεις Τόπος.