Ο όρος σεξισμός αφορά την πεποίθηση ότι υπάρχει μια
έμφυτη ανωτερότητα του ενός φύλου απέναντι στο άλλο και επομένως είναι ορθό να
έχει την κυριαρχία ενώ ετεροσεξισμός (heterosexism) είναι η
πεποίθηση ότι ο ένας από τους δύο συντρόφους μέσα σε μια σχέση έχει μια έμφυτη
ανωτερότητα έναντι του άλλου και επομένως είναι σωστό να κυριαρχεί. Ο όρος
αυτός συνήθως αναφέρεται στην καταπίεση και την απαγόρευση των γυναικών, κυρίως
μέσα από καθημερινές πρακτικές, στάσεις, θεωρήσεις, συμπεριφορές και θεσμικούς
ρόλους. Ο σεξισμός αντανακλά αλλά και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της
κοινωνικής θέσης και της δύναμης των ανδρών έναντι των γυναικών.
Ο σεξισμός είναι μια πεποίθηση που στηρίζεται στις
διαφορές με βάση το βιολογικό φύλο και στη συνέχεια παράγει διαφορές ανάμεσα
στην κοινωνική συμπεριφορά των δύο φύλων (Marger, 1999). Έχει δηλαδή, βιολογικό υπόβαθρο και αναπαράγει κοινωνικές
διαφορές και διαφορές στη συμπεριφορά ανδρών και γυναικών. Ουσιαστικά, ο
σεξισμός υποστηρίζει και υποδηλώνει την ανδρική ανωτερότητα και υπεροχή έναντι
της γυναικείας κατωτερότητας. Ο σεξισμός έχει τις ρίζες του στη δομή της κάθε
κοινωνίας. Η ανωτερότητα των ανδρών απορρέει από την πεποίθηση ότι οι άνδρες
είναι περισσότερο δυνατοί και έξυπνοι. Όταν η άνιση μεταχείριση παίρνει τη
μορφή της συστηματικής κακομεταχείρισης, εκμετάλλευσης και αδικίας, τότε αυτό
γίνεται κοινωνική καταπίεση (oppression).
Ο σεξισμός είναι ένα όρος που περιέχει τρία
ανεξάρτητα, αλλά και σχετικά μεταξύ τους
στοιχεία που είναι η προκατάληψη, τα στερεότυπα και η συμπεριφορά διάκρισης (Lott, 1995). Η προκατάληψη αναφέρεται στις αρνητικές
στάσεις προς τις γυναίκες και περιλαμβάνει αισθήματα εχθρικότητας και
δυσαρέσκειας προς αυτές. Τα στερεότυπα είναι καλά μαθημένες, ευρέως διαμορφωμένες,
κοινωνικά έγκυρες γενικές πεποιθήσεις σχετικά με τις γυναίκες. Τα στερεότυπα
ενισχύουν, συμπληρώνουν ή δικαιολογούν τις προκαταλήψεις και συχνά προϋποθέτουν
μια κατωτερότητα των γυναικών. Η συμπεριφορά διάκρισης αφορά καλυμμένες
συμπεριφορές που έχουν ως στόχο τον διαχωρισμό των γυναικών μέσα από τον
αποκλεισμό, την αποφυγή ή την απομάκρυνση.
Οι γυναίκες έχουν κοινωνικοποιηθεί έτσι ώστε να
συνδέουν την αυτοεκτίμησή τους με τις επιθυμίες και τις ανάγκες των άλλων και
επομένως ενθαρρύνονται να κατηγορούν τους εαυτούς τους ως ανεπαρκείς ή κακούς
όταν οι άνδρες τους τις χτυπούν. Αυτή η διαδικασία κοινωνικοποίησης ενισχύεται
από τους πολιτισμούς μέσα στους οποίους η γυναίκα διαρκώς μειώνεται, η δουλειά
της και τα χαρακτηριστικά της υποβιβάζονται, η ταυτότητά της διαμορφώνεται από
ένα περιβάλλον που περιορίζει τη γυναίκα στις βιολογικές της λειτουργίες.
Συχνά, η οικονομική εξάρτηση της γυναίκας, η κοινωνική της θέση ή και η
κοινωνικο-ψυχολογική της εξάρτηση κάνουν ακόμη πιο δύσκολη τη λήψη της απόφασης
από τη γυναίκα να εγκαταλείψει καταστάσεις ενδοοικογενειακής βίας.
Ο σεξισμός αποτελεί ένα κοινωνικό πρόβλημα, οι
συνέπειες του οποίου είναι εμφανείς στην εκπαίδευση, τα επαγγέλματα, το νόμο
και την πολιτική (Poplin, 1978). Στην
εκπαίδευση φαίνεται πως τα κορίτσια ενθαρρύνονται να συνεχίσουν τις σπουδές
τους, ωστόσο τα στοιχεία της ανταγωνιστικότητας, της επιθετικότητας και άλλων
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας που συνδέονται με την ακαδημαϊκή επιτυχία
είναι ταυτισμένα και με το ανδρικό φύλο. Όσον αφορά την επαγγελματική
σταδιοδρομία, οι γυναίκες τείνουν να παίρνουν μικρότερο μισθό από τους άνδρες
για την ίδια εργασία. Το χαμηλότερο εισόδημα των γυναικών αποτελεί πρόβλημα,
όταν οι γυναίκες μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους. Η διάκριση ανδρών και
γυναικών φαίνεται και στο νομικό σύστημα, όπου ο βιασμός και η έκτρωση δεν
έχουν ικανοποιητική νομική κάλυψη. Μια γυναίκα που έχει πέσει θύμα βιασμού
πρέπει να αποδείξει ότι αντιστάθηκε και δεν επιθυμούσε τη συνουσία. Και στον
πολιτικό τομέα οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις, για τις οποίες γίνεται
προσπάθεια να ξεπεραστούν. Ο σεξισμός είναι ένα πρόβλημα, το οποίο δημιουργεί
προβλήματα τόσο στα άτομα όσο και στην κοινωνία. Ο σεξισμός πληγώνει τα άτομα,
καθώς τα εμποδίζει από τη χρησιμοποίηση όλου του δυναμικού τους για να πετύχουν
όσα θέλουν, ενώ ταυτόχρονα τα εγκλωβίζει σε ρόλους που δεν αξίζουν. Επίσης,
πληγώνει την κοινωνία γιατί αυτή φθείρεται αφού χρειάζεται την ύπαρξη
ικανοτήτων και ταλέντων (Poplin, 1978).
Οι γυναίκες
ως μια μειονοτική ομάδα συχνά γίνονται στόχος εχθρότητας και δυσαρέσκειας από
τους άνδρες. Οι άνδρες οδηγούνται σε μια ισχυρή άρνηση και απόρριψη των
γυναικών και των πραγμάτων που κάνουν καθώς θεωρούν ότι δεν έχουν αξία ή
σημαντικότητα αλλά και δικαιολόγηση της χρήσης βίας για να διατηρήσουν την
ανωτερότητα του ανδρισμού τους πάση θυσία (Viano, 1992). Αυτή η συμπεριφορά τους προέρχεται από το άγχος και την ανάγκη
που νιώθουν ότι πρέπει να έχουν κάποια απόσταση από τη μητέρα τους και να μην
εξαρτώνται από αυτή και κατ΄ επέκταση από κάθε γυναίκα. Η σύγχρονη βία κατά των
γυναικών έχει τις ρίζες της στο ιστορικό πλαίσιο και στις πατριαρχικές στάσεις
προς τις γυναίκες, την αναρχία και την ασυδοσία στη νομική σφαίρα και τη
φτώχεια των γυναικών. Ο πρωταρχικός δείκτης
της κυριαρχίας των ανδρών και της διάκρισης που επικρατεί κατά των γυναικών
είναι το μέγεθος της βίας των ανδρών κατά των γυναικών (Khodyreva, 1996).
Οι σεξιστικές
στάσεις δεν είναι σταθερές, αλλά νέοι τύποι σεξιστικών στάσεων αναπτύσσονται.
Σύμφωνα με την έρευνα των Swim και συν. (1995), ο παλιός (old-fashioned) σεξισμός αντικαταστάθηκε από το σύγχρονο σεξισμό.
Ο πρώτος χαρακτηριζόταν από επιδοκιμασία των παραδοσιακών ρόλων των δύο φύλων,
διαφορική μεταχείριση ανδρών και γυναικών και στερεότυπα για τη μειωμένη
ικανότητα των γυναικών (Swim et al, 1995). Ο
σύγχρονος σεξισμός αναφέρεται στην αρνητική στάση απέναντι στις γυναίκες και
έχει τις ρίζες του στα αρνητικά συναισθήματα προς αυτές, ωστόσο απορρίπτει τα
στερεότυπα για την κατωτερότητα των γυναικών.
Ο αμφίθυμος σεξισμός
Οι Glick & Fiske (1996) εξέτασαν
την αμφιθυμία που σχετίζεται με τις στάσεις προς τις γυναίκες και υποστήριξαν
ότι η αμφιθυμία είναι ένα προϊόν της δομικής δύναμης που οι άνδρες έχουν στις
περισσότερες κοινωνίες σε σχέση με τις περισσότερες γυναίκες. Χαρακτηριστικό
των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων είναι η συνύπαρξη των διαφορών στη δύναμη και
της αλληλεξάρτησης στις στενές ερωτικές σχέσεις. Οι άνδρες έχουν μεγαλύτερη
δύναμη και έχουν στα χέρια τους τον έλεγχο των οικονομικών, πολιτικών και
κοινωνικών θεσμών, ενώ άνδρες και γυναίκες εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο στις
στενές ερωτικές σχέσεις. Ο συνδυασμός των διαφορών στη δύναμη μεταξύ των δύο
φύλων και της αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα δύο φύλα οδηγεί σε εχθρικές και
καλοπροαίρετες στάσεις προς τις γυναίκες αλλά και προς τους άνδρες (Glick & Fiske, 1996). Οι
ιδεολογίες για τον εχθρικό και καλοπροαίρετο σεξισμό περιλαμβάνουν τρία πεδία,
που είναι η πατριαρχία (η δομική δύναμη των ανδρών), η διαφοροποίηση των δύο
φύλων (διαχωρισμός της εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα, τους ρόλους των δύο φύλων
και τα στερεότυπα για τα δύο φύλα) και οι ετερόφυλες σχέσεις.
Σύμφωνα με τη
θεωρία του αμφίθυμου σεξισμού, ο σεξισμός έχει μια διπλή φύση, αποτελείται από
τον εχθρικό και καλοπροαίρετο σεξισμό, που δικαιολογεί και διατηρεί την
κατώτερη κοινωνική θέση των γυναικών. Ο εχθρικός προσανατολισμός προς τις
γυναίκες (σεξιστική αντιπάθεια προς το γυναικείο φύλο) αποτελείται από τον
κυρίαρχο πατερναλισμό (οι άνδρες πρέπει να έχουν περισσότερη δύναμη), την
ανταγωνιστική διαφοροποίηση των δύο φύλων (οι γυναίκες είναι κατώτερες από τους
άνδρες σε χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τις ικανότητες) και την εχθρική
ετεροσεξουαλικότητα (η σεξουαλικότητα των γυναικών είναι επικίνδυνη για την
υψηλότερη κοινωνική θέση και δύναμη των ανδρών). Ο καλοπροαίρετος προσανατολισμός
προς τις γυναίκες (ευνοϊκές, αλλά προστατευτικές πεποιθήσεις προς τις γυναίκες)
αποτελείται από τον προστατευτικό πατερναλισμό (οι άνδρες πρέπει να
προστατεύουν και να συντηρούν τις γυναίκες από τις οποίες εξαρτώνται), τη
συμπληρωματική διαφοροποίηση των δύο φύλων (οι γυναίκες είναι το καλύτερο φύλο,
αλλά μόνο σε θέματα που ταιριάζουν με τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων)
και οι ετερόφυλες σχέσεις (οι άνδρες μπορούν να είναι πραγματικά ευτυχισμένοι
στη ζωή τους μόνο όταν έχουν ερωτικές σχέσεις με κάποια γυναίκα).
Ο εχθρικός και ο
καλοπροαίρετος σεξισμός έχουν τις ρίζες τους στις βιολογικές και κοινωνικές
συνθήκες που είναι κοινές για τους ανθρώπους. Ο εχθρικός σεξισμός αφορά
παραδοσιακές προκατειλημμένες στάσεις προς τις γυναίκες θεωρώντας ότι οι
γυναίκες είναι κατώτερες και υποδεέστερες από τους άνδρες και δικαιολογώντας με
αυτό τον τρόπο τη δύναμη και την κυριαρχία των ανδρών και τους παραδοσιακούς
ρόλους των δύο φύλων που θέλουν τη γυναίκα να είναι κατάλληλη για τους ρόλους
της μητέρας, της συζύγου και της νοικοκυράς. Ο καλοπροαίρετος σεξισμός μπορεί
να μην εκφράζει εχθρότητα προς τις γυναίκες, ωστόσο βλέπει και αντιμετωπίζει
τις γυναίκες με ένα στερεότυπο τρόπο και τις περιορίζει στους παραδοσιακούς
ρόλους, ενώ επικεντρώνεται στα θετικά παραδοσιακά στερεότυπα για τις γυναίκες.
Η σεξιστική
αμφιθυμία επικεντρώνεται κυρίως στο διαχωρισμό των γυναικών σε ευνοϊκές ομάδες,
που αποτελούνται από τις γυναίκες εκείνες που επιτελούν τους παραδοσιακούς
ρόλους που είναι σε συμφωνία με το φύλο τους, εκπληρώνοντας με αυτό τον τρόπο
τα πατερναλιστικά, τα προσδιορισμένα από το φύλο και τα σεξουαλικά κίνητρα των
ανδρών, και σε μη ευνοϊκές ομάδες που αποτελούνται από γυναίκες που
προκαλούν ή απειλούν αυτές τις επιθυμίες
και τις ανάγκες των ανδρών (Glick, & Fiske, 1996).
Το ερώτημα
είναι: στις μέρες υπάρχει σεξισμός; Η απάντηση είναι αυτονόητη, αρκεί να
αναρωτηθούμε: Οι γυναίκες πρέπει να κοπιάσουν ή να προσπαθήσουν περισσότερο σε
κάποια περιβάλλοντα, όπως στο εργασιακό περιβάλλον, έτσι ώστε να έχουν ίσες
ευκαιρίες με τους άνδρες; Υπάρχουν περιπτώσεις που μια γυναίκα μπορεί να μην
πάρει προαγωγή ή να παίρνει χαμηλότερο μισθό από έναν άνδρα σε αντίστοιχη θέση;
Υπάρχουν παραδείγματα χωρών που δεν έχουν εκλέξει μέχρι σήμερα γυναίκες
προέδρους; Οι γυναίκες βιώνουν μεγαλύτερη πίεση να αρέσουν στους άνδρες; Οι ίδιες
συμπεριφορές ανδρών και γυναικών κρίνονται διαφορετικά με βάση το φύλο; Έχουμε διαφορετικές
προσδοκίες και αποδίδουμε διαφορετικούς ρόλους σε άνδρες και γυναίκες, σε
αγόρια και κορίτσια;
Βιβλιογραφία
Glick, P., & Fiske, S.T.
(1996). The Ambivalent Sexism Inventory: Differentiating Hostile and Benevolent
Sexism. Journal of Personality and Social Psychology, 70, 491-512.
Khodyreva, N. (1996).
Sexism and sexual abuse in Russia. In C. Corrin (Ed.), Women in a violent
world: Feminist analyses and resistance across Europe (pp.27-40 ).
Edinburg: University Press.
Lott, B. (1995). Distancing
from Women: Interpersonal Sexist Discrimination. In B. Lott, & D. Maluso
(Eds), The Social Psychology of Interpersonal Discrimination (pp.12-49).
New York: The Guilford Press.
Marger, M.N. (1999). Social
inequality: Patterns and processes. California: Mayfield Publishing
Company.
Poplin, D.E. (1978). Social
problems. USA: Scott, Foresman and Company.
Swim, J.K., Aikin, K.J.,
Hall, W.S., & Hunter, B.A. (1995). Sexism and racism: Old-fashioned and
modern prejudices. Journal Personality and Social Psychology, 68, 199-214.
Viano, E.C. (1992). Violence among
Intimates : Major Issues and Approaches. In E.C. Viano (ed), Intimate
Violence: Interdisciplinary Perspectives (pp.3-14). USA: Hemisphere
Publishing Corporation.